Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μοισόπολος
μοιχάγρια
μοιχαλίς
μοιχάω
μοιχείᾱ
μοιχεύτρια
μοιχεύω
μοιχίδιος
μοιχός
μοιχοτρόφος
μοιχώδης
μοκλός
μολγός
μολεῖν
μόλθακος
μολίβδινος
μόλιβδος
μόλις
μολοβρῑ́της
μολοβρός
μόλον
View word page
μοιχώδης
μοιχώδηςεςadjlooking like a seduceradultererMen.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μοιχώδης
Headword (normalized):
μοιχώδης
Headword (normalized/stripped):
μοιχωδης
IDX:
26432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26433
Key:
μοιχώδης

Data

{'headword_display': '<b>μοιχώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μοιχώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Tr>looking like a seducer<or/>adulterer</Tr><Au>Men.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μοιχώδης'}