Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Μοισαῖος
μοισόπολος
μοιχάγρια
μοιχαλίς
μοιχάω
μοιχείᾱ
μοιχεύτρια
μοιχεύω
μοιχίδιος
μοιχός
μοιχοτρόφος
μοιχώδης
μοκλός
μολγός
μολεῖν
μόλθακος
μολίβδινος
μόλιβδος
μόλις
μολοβρῑ́της
μολοβρός
View word page
μοιχο-τρόφος
μοιχο-τρόφοςονadjτρέφω of womenharbouring adulterersAr.cj., for μοιχότροπος with adulterous habits

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μοιχοτρόφος
Headword (normalized):
μοιχοτρόφος
Headword (normalized/stripped):
μοιχοτροφος
IDX:
26431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26432
Key:
μοιχοτρόφος

Data

{'headword_display': '<b>μοιχο-τρόφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μοιχο-τρόφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τρέφω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of women</Indic><Tr>harbouring adulterers</Tr><Au>Ar.<LblR>cj., for <Gr>μοιχότροπος</Gr> <ital>with adulterous habits</ital></LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'μοιχοτρόφος'}