Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Μοῖσα
Μοισᾱγέτᾱς
Μοισαῖος
μοισόπολος
μοιχάγρια
μοιχαλίς
μοιχάω
μοιχείᾱ
μοιχεύτρια
μοιχεύω
μοιχίδιος
μοιχός
μοιχοτρόφος
μοιχώδης
μοκλός
μολγός
μολεῖν
μόλθακος
μολίβδινος
μόλιβδος
μόλις
View word page
μοιχίδιος
μοιχίδιοςIon.ηονadj relating to an adultererof crimes against parentscommitted by bastard sonsHdt.

ShortDef

born in adultery

Debugging

Headword:
μοιχίδιος
Headword (normalized):
μοιχίδιος
Headword (normalized/stripped):
μοιχιδιος
IDX:
26429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26430
Key:
μοιχίδιος

Data

{'headword_display': '<b>μοιχίδιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μοιχίδιος</HL><Infl>ᾱ<VInfl><Lbl>Ion.</Lbl><FmInfl>η</FmInfl></VInfl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Def>relating to an adulterer</Def><aS2><Indic>of crimes against parents</Indic><Tr>committed by bastard sons</Tr><Au>Hdt.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'μοιχίδιος'}