Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μοιρίδιος
μοιρόκραντος
Μοῖσα
Μοισᾱγέτᾱς
Μοισαῖος
μοισόπολος
μοιχάγρια
μοιχαλίς
μοιχάω
μοιχείᾱ
μοιχεύτρια
μοιχεύω
μοιχίδιος
μοιχός
μοιχοτρόφος
μοιχώδης
μοκλός
μολγός
μολεῖν
μόλθακος
μολίβδινος
View word page
μοιχεύτρια
μοιχεύτριαᾱςf adulteressPl.

ShortDef

an adulteress

Debugging

Headword:
μοιχεύτρια
Headword (normalized):
μοιχεύτρια
Headword (normalized/stripped):
μοιχευτρια
IDX:
26427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26428
Key:
μοιχεύτρια

Data

{'headword_display': '<b>μοιχεύτρια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μοιχεύτρια</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>adulteress</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μοιχεύτρια'}