Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μοιρηγέται
μοιρίδιος
μοιρόκραντος
Μοῖσα
Μοισᾱγέτᾱς
Μοισαῖος
μοισόπολος
μοιχάγρια
μοιχαλίς
μοιχάω
μοιχείᾱ
μοιχεύτρια
μοιχεύω
μοιχίδιος
μοιχός
μοιχοτρόφος
μοιχώδης
μοκλός
μολγός
μολεῖν
μόλθακος
View word page
μοιχείᾱ
μοιχείᾱᾱςfμοιχεύω adulteryseductionAtt.orats. Pl. Arist. NT. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μοιχείᾱ
Headword (normalized):
μοιχείᾱ
Headword (normalized/stripped):
μοιχεια
IDX:
26426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26427
Key:
μοιχείᾱ

Data

{'headword_display': '<b>μοιχείᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μοιχείᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>μοιχεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>adultery<or/>seduction</Tr><Au>Att.orats. Pl. Arist. NT. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μοιχείᾱ'}