Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μοιράομαι
μοιρηγενής
μοιρηγέται
μοιρίδιος
μοιρόκραντος
Μοῖσα
Μοισᾱγέτᾱς
Μοισαῖος
μοισόπολος
μοιχάγρια
μοιχαλίς
μοιχάω
μοιχείᾱ
μοιχεύτρια
μοιχεύω
μοιχίδιος
μοιχός
μοιχοτρόφος
μοιχώδης
μοκλός
μολγός
View word page
μοιχαλίς
μοιχαλίςίδοςfem.adjof a generationadulterousNT.

ShortDef

an adulteress

Debugging

Headword:
μοιχαλίς
Headword (normalized):
μοιχαλίς
Headword (normalized/stripped):
μοιχαλις
IDX:
26424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26425
Key:
μοιχαλίς

Data

{'headword_display': '<b>μοιχαλίς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μοιχαλίς</HL><Infl>ίδος</Infl><PS>fem.adj</PS></HG><aS1><Indic>of a generation</Indic><Tr>adulterous</Tr><Au>NT.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μοιχαλίς'}