Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μοιραῖος
μοιράομαι
μοιρηγενής
μοιρηγέται
μοιρίδιος
μοιρόκραντος
Μοῖσα
Μοισᾱγέτᾱς
Μοισαῖος
μοισόπολος
μοιχάγρια
μοιχαλίς
μοιχάω
μοιχείᾱ
μοιχεύτρια
μοιχεύω
μοιχίδιος
μοιχός
μοιχοτρόφος
μοιχώδης
μοκλός
View word page
μοιχ-άγρια
μοιχ-άγριαωνn.plμοιχόςἀγρέω penalty for adulteryOd.

ShortDef

a fine imposed on one taken in adultery

Debugging

Headword:
μοιχάγρια
Headword (normalized):
μοιχάγρια
Headword (normalized/stripped):
μοιχαγρια
IDX:
26423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26424
Key:
μοιχάγρια

Data

{'headword_display': '<b>μοιχ-άγρια</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μοιχ-άγρια</HL><Infl>ων</Infl><PS>n.pl</PS><Ety><Ref>μοιχός</Ref><Ref>ἀγρέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>penalty for adultery</Tr><Au>Od.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μοιχάγρια'}