Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μόθαξ
μόθος
μόθων
μοθωνικός
μοι
μοιμυάω
μοῖρα
μοιραῖος
μοιράομαι
μοιρηγενής
μοιρηγέται
μοιρίδιος
μοιρόκραντος
Μοῖσα
Μοισᾱγέτᾱς
Μοισαῖος
μοισόπολος
μοιχάγρια
μοιχαλίς
μοιχάω
μοιχείᾱ
View word page
μοιρ-ηγέται
μοιρ-ηγέταιῶνm.plἡγέομαι guiders of destinyepith. of assistants of Cretan CybeleAR.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μοιρηγέται
Headword (normalized):
μοιρηγέται
Headword (normalized/stripped):
μοιρηγεται
IDX:
26416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26417
Key:
μοιρηγέται

Data

{'headword_display': '<b>μοιρ-ηγέται</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μοιρ-ηγέται</HL><Infl>ῶν</Infl><PS>m.pl</PS><Ety><Ref>ἡγέομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>guiders of destiny<Expl>epith. of assistants of Cretan Cybele</Expl></Tr><Au>AR.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μοιρηγέται'}