Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μόδιος
μόθαξ
μόθος
μόθων
μοθωνικός
μοι
μοιμυάω
μοῖρα
μοιραῖος
μοιράομαι
μοιρηγενής
μοιρηγέται
μοιρίδιος
μοιρόκραντος
Μοῖσα
Μοισᾱγέτᾱς
Μοισαῖος
μοισόπολος
μοιχάγρια
μοιχαλίς
μοιχάω
View word page
μοιρη-γενής
μοιρη-γενήςέςIon.adjγένοςγίγνομαι born with a favourable destinyIl.

ShortDef

child of destiny

Debugging

Headword:
μοιρηγενής
Headword (normalized):
μοιρηγενής
Headword (normalized/stripped):
μοιρηγενης
IDX:
26415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26416
Key:
μοιρηγενής

Data

{'headword_display': '<b>μοιρη-γενής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μοιρη-γενής</HL><Infl>ές</Infl><PS>Ion.adj</PS><Ety><Ref>γένος</Ref><Ref>γίγνομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>born with a favourable destiny</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μοιρηγενής'}