Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μογερός
μογέω
μογιλάλος
μόγις
μόγος
μογοστόκος
μόδιος
μόθαξ
μόθος
μόθων
μοθωνικός
μοι
μοιμυάω
μοῖρα
μοιραῖος
μοιράομαι
μοιρηγενής
μοιρηγέται
μοιρίδιος
μοιρόκραντος
Μοῖσα
View word page
μοθωνικός
μοθωνικόςή όνadjof a manner of conversationpresumptuousPlu.quot.

ShortDef

like a μόθων

Debugging

Headword:
μοθωνικός
Headword (normalized):
μοθωνικός
Headword (normalized/stripped):
μοθωνικος
IDX:
26409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26410
Key:
μοθωνικός

Data

{'headword_display': '<b>μοθωνικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μοθωνικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a manner of conversation</Indic><Tr>presumptuous</Tr><Au>Plu.<LblR>quot.</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'μοθωνικός'}