Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μνῆστις
μνηστός
μνηστῡ́ς
μνήστωρ
μνήσω
μνιόεις
μνοΐᾱ
μνωόμενος
μογερός
μογέω
μογιλάλος
μόγις
μόγος
μογοστόκος
μόδιος
μόθαξ
μόθος
μόθων
μοθωνικός
μοι
μοιμυάω
View word page
μογι-λάλος
μογι-λάλοςουmμόγιςλαλέω man with a speech impedimentNT.or perh. specif. mute man

ShortDef

hardly-speaking, dumb

Debugging

Headword:
μογιλάλος
Headword (normalized):
μογιλάλος
Headword (normalized/stripped):
μογιλαλος
IDX:
26401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26402
Key:
μογιλάλος

Data

{'headword_display': '<b>μογι-λάλος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μογι-λάλος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>μόγις</Ref><Ref>λαλέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>man with a speech impediment</Tr><Au>NT.</Au><Extra>or perh. specif. <ital>mute man</ital></Extra></nS1></NE>', 'key': 'μογιλάλος'}