Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μνημοσύνη
μνημόσυνον
μνήμων
μνῆσαι
μνησικακέω
μνησικακίᾱ
μνησίκακος
μνησιπήμων
μνήσκομαι
μνηστείᾱ
μνηστεύματα
μνηστεύω
μνηστήρ
μνῆστις
μνηστός
μνηστῡ́ς
μνήστωρ
μνήσω
μνιόεις
μνοΐᾱ
μνωόμενος
View word page
μνηστεύματα
μνηστεύματατωνn.pl wooing, courtshipE.w.gen.of a womanE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μνηστεύματα
Headword (normalized):
μνηστεύματα
Headword (normalized/stripped):
μνηστευματα
IDX:
26388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26389
Key:
μνηστεύματα

Data

{'headword_display': '<b>μνηστεύματα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μνηστεύματα</HL><Infl>των</Infl><PS>n.pl</PS></HG> <nS1><Tr>wooing, courtship</Tr><Au>E.</Au><nS2><Indic><GLbl>w.gen.</GLbl>of a woman</Indic><Au>E.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'μνηστεύματα'}