Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μῑσοτύραννος
μῑσοφίλιππος
μῑσόχρηστος
μιστύλλω
μίτος
μίτρᾱ
μιτράνᾱ
μιτρηφόρος
μιτροφορέω
Μιτυλήνη
μίτυλος
μιτώδης
μιχθήμεναι
μνᾶ
μνᾱαῖος
μνᾱ́μᾱ
Μνᾱμόνᾱ
μνᾱμοσύνᾱ
μνᾱ́μων
μνάομαι
μνᾱ́σασθαι
View word page
μίτυλος
μίτυλοςᾱ ονdial.adj of a goatperh.with small hornsTheoc.

ShortDef

hornless

Debugging

Headword:
μίτυλος
Headword (normalized):
μίτυλος
Headword (normalized/stripped):
μιτυλος
IDX:
26351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26352
Key:
μίτυλος

Data

{'headword_display': '<b>μίτυλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μίτυλος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>dial.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a goat</Indic><Qualif>perh.</Qualif><Tr>with small horns</Tr><Au>Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μίτυλος'}