Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μῑσοτεκνίᾱ
μῑσότεκνος
μῑσοτύραννος
μῑσοφίλιππος
μῑσόχρηστος
μιστύλλω
μίτος
μίτρᾱ
μιτράνᾱ
μιτρηφόρος
μιτροφορέω
Μιτυλήνη
μίτυλος
μιτώδης
μιχθήμεναι
μνᾶ
μνᾱαῖος
μνᾱ́μᾱ
Μνᾱμόνᾱ
μνᾱμοσύνᾱ
μνᾱ́μων
View word page
μιτροφορέω
μιτροφορέωcontr.vb wear a headbandAr.

ShortDef

wear a μίτρα, Eastern headdress

Debugging

Headword:
μιτροφορέω
Headword (normalized):
μιτροφορέω
Headword (normalized/stripped):
μιτροφορεω
IDX:
26349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26350
Key:
μιτροφορέω

Data

{'headword_display': '<b>μιτροφορέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μιτροφορέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>wear a headband</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'μιτροφορέω'}