Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μῑσοπονέω
μῑσοπονηρέω
μῑσοπονηρίᾱ
μῑσοπόνηρος
μῑσοπορπᾱκίστατος
μῑσορρώμαιος
μῖσος
μῑσόσοφος
μῑσοσύλλας
μῑσοτεκνίᾱ
μῑσότεκνος
μῑσοτύραννος
μῑσοφίλιππος
μῑσόχρηστος
μιστύλλω
μίτος
μίτρᾱ
μιτράνᾱ
μιτρηφόρος
μιτροφορέω
Μιτυλήνη
View word page
μῑσό-τεκνος
μῑσό-τεκνοςονadjτέκνον child-hatingAeschin.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μῑσότεκνος
Headword (normalized):
μῑσότεκνος
Headword (normalized/stripped):
μισοτεκνος
IDX:
26340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26341
Key:
μῑσότεκνος

Data

{'headword_display': '<b>μῑσό-τεκνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μῑσό-τεκνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τέκνον</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>child-hating</Tr><Au>Aeschin.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μῑσότεκνος'}