Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μῑσόλογος
μῑσοπέρσης
μῑσόπολις
μῑσοπονέω
μῑσοπονηρέω
μῑσοπονηρίᾱ
μῑσοπόνηρος
μῑσοπορπᾱκίστατος
μῑσορρώμαιος
μῖσος
μῑσόσοφος
μῑσοσύλλας
μῑσοτεκνίᾱ
μῑσότεκνος
μῑσοτύραννος
μῑσοφίλιππος
μῑσόχρηστος
μιστύλλω
μίτος
μίτρᾱ
μιτράνᾱ
View word page
μῑσό-σοφος
μῑσό-σοφοςονadjσοφός hating wisdomanti-philosophicalPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μῑσόσοφος
Headword (normalized):
μῑσόσοφος
Headword (normalized/stripped):
μισοσοφος
IDX:
26337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26338
Key:
μῑσόσοφος

Data

{'headword_display': '<b>μῑσό-σοφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μῑσό-σοφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σοφός</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>hating wisdom</Def><Tr>anti-philosophical</Tr><Au>Pl.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'μῑσόσοφος'}