Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μισθοφορέω
μισθοφορίᾱ
μισθοφορικός
μισθοφόρος
μισθόω
μίσθωμα
μίσθωσις
μισθωτής
μισθωτικός
μισθωτός
μῑσοβάρβαρος
μῑσοδημίᾱ
μῑσόδημος
μῑσόθεος
μῑσόθηρος
μῑσοκαῖσαρ
μῑσολάκων
μῑσολᾱ́μαχος
μῑσολογίᾱ
μῑσόλογος
μῑσοπέρσης
View word page
μῑσο-βάρβαρος
μῑσο-βάρβαροςονadjμῑσέω of the character of a cityhating foreigners, anti-barbarianPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μῑσοβάρβαρος
Headword (normalized):
μῑσοβάρβαρος
Headword (normalized/stripped):
μισοβαρβαρος
IDX:
26318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26319
Key:
μῑσοβάρβαρος

Data

{'headword_display': '<b>μῑσο-βάρβαρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μῑσο-βάρβαρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μῑσέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the character of a city</Indic><Tr>hating foreigners, anti-barbarian</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μῑσοβάρβαρος'}