Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μισθός
μισθοφορᾱ́
μισθοφορέω
μισθοφορίᾱ
μισθοφορικός
μισθοφόρος
μισθόω
μίσθωμα
μίσθωσις
μισθωτής
μισθωτικός
μισθωτός
μῑσοβάρβαρος
μῑσοδημίᾱ
μῑσόδημος
μῑσόθεος
μῑσόθηρος
μῑσοκαῖσαρ
μῑσολάκων
μῑσολᾱ́μαχος
μῑσολογίᾱ
View word page
μισθωτικός
μισθωτικόςή όνadj of the artof wage-earningPl.fem.sb.art of wage-earningPl.

ShortDef

of or for letting out, mercenary

Debugging

Headword:
μισθωτικός
Headword (normalized):
μισθωτικός
Headword (normalized/stripped):
μισθωτικος
IDX:
26316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26317
Key:
μισθωτικός

Data

{'headword_display': '<b>μισθωτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μισθωτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1> <Indic>of the art</Indic><Tr>of wage-earning</Tr><Au>Pl.</Au><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>art of wage-earning</Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1> </AE>', 'key': 'μισθωτικός'}