Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μισθοδότης
μισθός
μισθοφορᾱ́
μισθοφορέω
μισθοφορίᾱ
μισθοφορικός
μισθοφόρος
μισθόω
μίσθωμα
μίσθωσις
μισθωτής
μισθωτικός
μισθωτός
μῑσοβάρβαρος
μῑσοδημίᾱ
μῑσόδημος
μῑσόθεος
μῑσόθηρος
μῑσοκαῖσαρ
μῑσολάκων
μῑσολᾱ́μαχος
View word page
μισθωτής
μισθωτήςοῦm one who takes a leaseon propertylessee, tenantIs. D.

ShortDef

one who pays rent, a tenant

Debugging

Headword:
μισθωτής
Headword (normalized):
μισθωτής
Headword (normalized/stripped):
μισθωτης
IDX:
26315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26316
Key:
μισθωτής

Data

{'headword_display': '<b>μισθωτής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μισθωτής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>one who takes a lease<Expl>on property</Expl></Def><Tr>lessee, tenant</Tr><Au>Is. D.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μισθωτής'}