Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μισθαρνικός
μισθαρχίδης
μίσθιος
μισθοδοσίᾱ
μισθοδοτέω
μισθοδότης
μισθός
μισθοφορᾱ́
μισθοφορέω
μισθοφορίᾱ
μισθοφορικός
μισθοφόρος
μισθόω
μίσθωμα
μίσθωσις
μισθωτής
μισθωτικός
μισθωτός
μῑσοβάρβαρος
μῑσοδημίᾱ
μῑσόδημος
View word page
μισθοφορικός
μισθοφορικόςή όνadjof military forcesserving for payhired, mercenaryPlb.neut.sb.mercenary forcePlb.

ShortDef

mercenary

Debugging

Headword:
μισθοφορικός
Headword (normalized):
μισθοφορικός
Headword (normalized/stripped):
μισθοφορικος
IDX:
26310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26311
Key:
μισθοφορικός

Data

{'headword_display': '<b>μισθοφορικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μισθοφορικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of military forces</Indic><Def>serving for pay</Def><Tr>hired, mercenary</Tr><Au>Plb.</Au><SGrm><GLbl>neut.sb.</GLbl><Def>mercenary force</Def><Au>Plb.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'μισθοφορικός'}