Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μισθαρνίᾱ
μισθαρνικός
μισθαρχίδης
μίσθιος
μισθοδοσίᾱ
μισθοδοτέω
μισθοδότης
μισθός
μισθοφορᾱ́
μισθοφορέω
μισθοφορίᾱ
μισθοφορικός
μισθοφόρος
μισθόω
μίσθωμα
μίσθωσις
μισθωτής
μισθωτικός
μισθωτός
μῑσοβάρβαρος
μῑσοδημίᾱ
View word page
μισθοφορίᾱ
μισθοφορίᾱᾱςf receipt of paypaymentfor military or public servicePl. X. D.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μισθοφορίᾱ
Headword (normalized):
μισθοφορίᾱ
Headword (normalized/stripped):
μισθοφορια
IDX:
26309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26310
Key:
μισθοφορίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>μισθοφορίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μισθοφορίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>receipt of pay</Def><Tr>payment<Expl>for military or public service</Expl></Tr><Au>Pl. X. D.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μισθοφορίᾱ'}