Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μισθαρνέω
μισθαρνητικός
μισθαρνίᾱ
μισθαρνικός
μισθαρχίδης
μίσθιος
μισθοδοσίᾱ
μισθοδοτέω
μισθοδότης
μισθός
μισθοφορᾱ́
μισθοφορέω
μισθοφορίᾱ
μισθοφορικός
μισθοφόρος
μισθόω
μίσθωμα
μίσθωσις
μισθωτής
μισθωτικός
μισθωτός
View word page
μισθοφορᾱ́
μισθοφορᾱ́ᾶςfμισθοφόρος receipt of pay or pay receivedpayment, payesp. for military or public serviceTh. Ar. Att.orats. X. Arist. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μισθοφορᾱ́
Headword (normalized):
μισθοφορᾱ́
Headword (normalized/stripped):
μισθοφορα
IDX:
26307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26308
Key:
μισθοφορᾱ́

Data

{'headword_display': '<b>μισθοφορᾱ́</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μισθοφορᾱ́</HL><Infl>ᾶς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>μισθοφόρος</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>receipt of pay or pay received</Def><nS2><Tr>payment, pay<Expl>esp. for military or public service</Expl></Tr><Au>Th. Ar. Att.orats. X. Arist. Plu.</Au></nS2></nS1> </NE>', 'key': 'μισθοφορᾱ́'}