Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μῑσέω
μῑ́σημα
μῑσητέος
μῑσητίᾱ
μῑσητός
μισθάριον
μισθαρνέω
μισθαρνητικός
μισθαρνίᾱ
μισθαρνικός
μισθαρχίδης
μίσθιος
μισθοδοσίᾱ
μισθοδοτέω
μισθοδότης
μισθός
μισθοφορᾱ́
μισθοφορέω
μισθοφορίᾱ
μισθοφορικός
μισθοφόρος
View word page
μισθ-αρχίδης
μισθ-αρχίδηςουmἄρχω one who holds a paid public officepaid officerAr.

ShortDef

pr.n.: fictional patronymic

Debugging

Headword:
μισθαρχίδης
Headword (normalized):
μισθαρχίδης
Headword (normalized/stripped):
μισθαρχιδης
IDX:
26301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26302
Key:
μισθαρχίδης

Data

{'headword_display': '<b>μισθ-αρχίδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μισθ-αρχίδης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ἄρχω</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>one who holds a paid public office</Def><Tr>paid officer</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μισθαρχίδης'}