Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μισγάγκεια
μίσγω
μῑσέλλην
μῑσέω
μῑ́σημα
μῑσητέος
μῑσητίᾱ
μῑσητός
μισθάριον
μισθαρνέω
μισθαρνητικός
μισθαρνίᾱ
μισθαρνικός
μισθαρχίδης
μίσθιος
μισθοδοσίᾱ
μισθοδοτέω
μισθοδότης
μισθός
μισθοφορᾱ́
μισθοφορέω
View word page
μισθαρνητικός
μισθαρνητικόςή όνadj of an activityof the kind that earns a fee or wagepaidPl.fem.sb.art of wage-earningPl.

ShortDef

of/for hired work, mercenary

Debugging

Headword:
μισθαρνητικός
Headword (normalized):
μισθαρνητικός
Headword (normalized/stripped):
μισθαρνητικος
IDX:
26298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26299
Key:
μισθαρνητικός

Data

{'headword_display': '<b>μισθαρνητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μισθαρνητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of an activity</Indic><Def>of the kind that earns a fee or wage</Def><Tr>paid</Tr><Au>Pl.</Au><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>art of wage-earning</Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'μισθαρνητικός'}