Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μῑκροψῡχίᾱ
μῑκρόψῡχος
μίκτο
μικτός
μῖλαξ
Μῑ́λητος
μῑ́λιον
μιλτηλιφής
μιλτοπάρηος
μιλτόπρεπτος
μίλτος
μιλτόω
μίμαρκυς
μῑμέομαι
μῑμηλός
μῑ́μημα
μῑ́μησις
μῑμητέος
μῑμητής
μῑμητικός
μῑμητός
View word page
μίλτος
μίλτοςουf red ochrea mineral pigment, used as a body paint, cosmetic and dyeHdt. Ar. X.

ShortDef

red chalk, ruddle

Debugging

Headword:
μίλτος
Headword (normalized):
μίλτος
Headword (normalized/stripped):
μιλτος
IDX:
26247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26248
Key:
μίλτος

Data

{'headword_display': '<b>μίλτος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μίλτος</HL><Infl>ου</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>red ochre<Expl>a mineral pigment, used as a body paint, cosmetic and dye</Expl></Tr><Au>Hdt. Ar. X.</Au></nS1> </NE>', 'key': 'μίλτος'}