Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μῑκροπόνηρος
μῑκροπρέπεια
μῑκροπρεπής
μῑκρός
μῑκρότης
μῑκροφιλότῑμος
μῑκροψῡχίᾱ
μῑκρόψῡχος
μίκτο
μικτός
μῖλαξ
Μῑ́λητος
μῑ́λιον
μιλτηλιφής
μιλτοπάρηος
μιλτόπρεπτος
μίλτος
μιλτόω
μίμαρκυς
μῑμέομαι
μῑμηλός
View word page
μῖλαξ
μῖλαξalsoσμῖλαξακοςf a kind of plantperh.bryonyE. Ar. Pl. X.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μῖλαξ
Headword (normalized):
μῖλαξ
Headword (normalized/stripped):
μιλαξ
IDX:
26241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26242
Key:
μῖλαξ

Data

{'headword_display': '<b>μῖλαξ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μῖλαξ<VL><Lbl>also</Lbl><FmHL>σμῖλαξ</FmHL></VL></HL><Infl>ακος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>a kind of plant</Def><nS2><Qualif>perh.</Qualif><Tr>bryony</Tr><Au>E. Ar. Pl. X.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'μῖλαξ'}