Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μηχανικός
μηχανιώτης
μηχανοδῑ́φης
μηχανόεις
μηχανοποιός
μηχανορραφέω
μηχανορράφος
μηχανοφόρος
μῆχαρ
μῆχος
μία
μιαίνω
μιαιφονέω
μιαιφονίᾱ
μιαιφόνος
μιαρίᾱ
μιαρός
μίασμα
μιασμός
μιάστωρ
μίγα
View word page
μία
μίαfem.num.adj. and sbseeεἷς

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μία
Headword (normalized):
μία
Headword (normalized/stripped):
μια
IDX:
26195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26196
Key:
μία

Data

{'headword_display': '<b>μία</b>', 'content': '<XE><HG><HL>μία</HL><PS>fem.num.adj. and sb</PS></HG><XR>see<Ref>εἷς</Ref></XR> </XE>', 'key': 'μία'}