Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μηχανάομαι
μηχανή
μηχάνημα
μηχάνησις
μηχανητικός
μηχανικός
μηχανιώτης
μηχανοδῑ́φης
μηχανόεις
μηχανοποιός
μηχανορραφέω
μηχανορράφος
μηχανοφόρος
μῆχαρ
μῆχος
μία
μιαίνω
μιαιφονέω
μιαιφονίᾱ
μιαιφόνος
μιαρίᾱ
View word page
μηχανορραφέω
μηχανορραφέωcontr.vbμηχανορράφος stitch schemes togetherscheme, plotA.

ShortDef

to form crafty plans

Debugging

Headword:
μηχανορραφέω
Headword (normalized):
μηχανορραφέω
Headword (normalized/stripped):
μηχανορραφεω
IDX:
26190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26191
Key:
μηχανορραφέω

Data

{'headword_display': '<b>μηχανορραφέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μηχανορραφέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>μηχανορράφος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Def>stitch schemes together</Def><Tr>scheme, plot</Tr><Au>A.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'μηχανορραφέω'}