Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μητρῷος
μήτρως
μηχανάομαι
μηχανή
μηχάνημα
μηχάνησις
μηχανητικός
μηχανικός
μηχανιώτης
μηχανοδῑ́φης
μηχανόεις
μηχανοποιός
μηχανορραφέω
μηχανορράφος
μηχανοφόρος
μῆχαρ
μῆχος
μία
μιαίνω
μιαιφονέω
μιαιφονίᾱ
View word page
μηχανόεις
μηχανόειςεσσα ενadj full of contrivance or inventionneut.sb.periphr.inventivenessw.gen.of skill, i.e. skill in inventionS.

ShortDef

ingenious

Debugging

Headword:
μηχανόεις
Headword (normalized):
μηχανόεις
Headword (normalized/stripped):
μηχανοεις
IDX:
26188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26189
Key:
μηχανόεις

Data

{'headword_display': '<b>μηχανόεις</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μηχανόεις</HL><Infl>εσσα εν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Def>full of contrivance or invention</Def><SGrm><GLbl>neut.sb.</GLbl><Indic>periphr.</Indic><Def>inventiveness<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of skill, i.e. skill in invention</Expl></Def><Au>S.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'μηχανόεις'}