Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μητροπάτωρ
μητρόπολις
μητροφόνος
μητροφόντης
μητρυιᾱ́
μητρῷος
μήτρως
μηχανάομαι
μηχανή
μηχάνημα
μηχάνησις
μηχανητικός
μηχανικός
μηχανιώτης
μηχανοδῑ́φης
μηχανόεις
μηχανοποιός
μηχανορραφέω
μηχανορράφος
μηχανοφόρος
μῆχαρ
View word page
μηχάνησις
μηχάνησιςεωςf devicefor grinding cornPlb.

ShortDef

contrivance, device

Debugging

Headword:
μηχάνησις
Headword (normalized):
μηχάνησις
Headword (normalized/stripped):
μηχανησις
IDX:
26183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26184
Key:
μηχάνησις

Data

{'headword_display': '<b>μηχάνησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μηχάνησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>device<Expl>for grinding corn</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μηχάνησις'}