Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μήτοι
μήτρᾱ
μητραγύρτης
μητραλοίᾱς
μητρίδιον
μητρικός
μητρίς
μητρόθεν
μητροκοίτης
μητροκτονέω
μητροκτόνος
μητροπάτωρ
μητρόπολις
μητροφόνος
μητροφόντης
μητρυιᾱ́
μητρῷος
μήτρως
μηχανάομαι
μηχανή
μηχάνημα
View word page
μητρο-κτόνος
μητρο-κτόνος
dial.μᾱτροκτόνος
ονadjκτείνω
of a son, his handsmother-killingmatricidalA.masc.sb.killer of one's mother, matricideA. E. Pl.of the blood, pollution, ordealof matricideA. E.

ShortDef

killing one's mother, matricidal

Debugging

Headword:
μητροκτόνος
Headword (normalized):
μητροκτόνος
Headword (normalized/stripped):
μητροκτονος
IDX:
26172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26173
Key:
μητροκτόνος

Data

{'headword_display': '<b>μητρο-κτόνος</b>', 'content': "<NE><HG><HL>μητρο-κτόνος</HL><DL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>μᾱτροκτόνος</FmHL></DL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κτείνω</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>of a son, his hands</Indic><Def>mother-killing</Def><Tr>matricidal</Tr><Au>A.</Au><SGrm><GLbl>masc.sb.</GLbl><Def>killer of one's mother, matricide</Def><Au>A. E. Pl.</Au></SGrm></nS1><nS1><Indic>of the blood, pollution, ordeal</Indic><Tr>of matricide</Tr><Au>A. E.</Au></nS1></NE>", 'key': 'μητροκτόνος'}