Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μῆτις
μήτις
μήτοι
μήτρᾱ
μητραγύρτης
μητραλοίᾱς
μητρίδιον
μητρικός
μητρίς
μητρόθεν
μητροκοίτης
μητροκτονέω
μητροκτόνος
μητροπάτωρ
μητρόπολις
μητροφόνος
μητροφόντης
μητρυιᾱ́
μητρῷος
μήτρως
μηχανάομαι
View word page
μητρο-κοίτης
μητρο-κοίτηςεωIon.mκοίτη man who sleeps with his mothermother-fuckerHippon.

ShortDef

incestuous person

Debugging

Headword:
μητροκοίτης
Headword (normalized):
μητροκοίτης
Headword (normalized/stripped):
μητροκοιτης
IDX:
26170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26171
Key:
μητροκοίτης

Data

{'headword_display': '<b>μητρο-κοίτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μητρο-κοίτης</HL><Infl>εω</Infl><PS>Ion.m</PS><Ety><Ref>κοίτη</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>man who sleeps with his mother</Def><Tr>mother-fucker</Tr><Au>Hippon.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μητροκοίτης'}