Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μητίετα
μητιόεις
μητίομαι
μῆτις
μήτις
μήτοι
μήτρᾱ
μητραγύρτης
μητραλοίᾱς
μητρίδιον
μητρικός
μητρίς
μητρόθεν
μητροκοίτης
μητροκτονέω
μητροκτόνος
μητροπάτωρ
μητρόπολις
μητροφόνος
μητροφόντης
μητρυιᾱ́
View word page
μητρικός
μητρικόςή όνadjof respectdue to a motherArist.

ShortDef

of a mother

Debugging

Headword:
μητρικός
Headword (normalized):
μητρικός
Headword (normalized/stripped):
μητρικος
IDX:
26167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26168
Key:
μητρικός

Data

{'headword_display': '<b>μητρικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μητρικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of respect</Indic><Tr>due to a mother</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μητρικός'}