Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μήτι
μητιάω
μητίετα
μητιόεις
μητίομαι
μῆτις
μήτις
μήτοι
μήτρᾱ
μητραγύρτης
μητραλοίᾱς
μητρίδιον
μητρικός
μητρίς
μητρόθεν
μητροκοίτης
μητροκτονέω
μητροκτόνος
μητροπάτωρ
μητρόπολις
μητροφόνος
View word page
μητρ-αλοίᾱς
μητρ-αλοίᾱςουmἀλοάω one who strikes his mothermother-beaterLys. Pl.ref. to a matricideA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μητραλοίᾱς
Headword (normalized):
μητραλοίᾱς
Headword (normalized/stripped):
μητραλοιας
IDX:
26165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26166
Key:
μητραλοίᾱς

Data

{'headword_display': '<b>μητρ-αλοίᾱς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μητρ-αλοίᾱς</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ἀλοάω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>one who strikes his mother</Def><Tr>mother-beater</Tr><Au>Lys. Pl.</Au><nS2><Indic>ref. to a matricide</Indic><Au>A.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'μητραλοίᾱς'}