Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μήτε
μήτηρ
μήτι
μητιάω
μητίετα
μητιόεις
μητίομαι
μῆτις
μήτις
μήτοι
μήτρᾱ
μητραγύρτης
μητραλοίᾱς
μητρίδιον
μητρικός
μητρίς
μητρόθεν
μητροκοίτης
μητροκτονέω
μητροκτόνος
μητροπάτωρ
View word page
μήτρᾱ
μήτρᾱᾱς
Ion.μήτρηης
fμήτηρ
wombof women or animals Hdt. Pl. NT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μήτρᾱ
Headword (normalized):
μήτρᾱ
Headword (normalized/stripped):
μητρα
IDX:
26163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26164
Key:
μήτρᾱ

Data

{'headword_display': '<b>μήτρᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μήτρᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><DL><Lbl>Ion.</Lbl><FmHL>μήτρη</FmHL><DInfl><FmInfl>ης</FmInfl></DInfl></DL><PS>f</PS><Ety><Ref>μήτηρ</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>womb<Expl>of women or animals</Expl> </Tr><Au>Hdt. Pl. NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μήτρᾱ'}