Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μηλοφόρος
μῆλοψ
μήν
μήν
μηνάς
μήνατο
μήνη
μηνιαῖος
μηνιάω
μῆνιγξ
μηνιθμός
μήνῑμα
μῆνις
μηνίσκος
μηνίω
μηνοειδής
μήνῡμα
μήνῡσις
μηνῡτήρ
μηνῡτής
μήνῡτρον
View word page
μηνιθμός
μηνιθμόςοῦmμῆνις anger, wrathIl.

ShortDef

wrath

Debugging

Headword:
μηνιθμός
Headword (normalized):
μηνιθμός
Headword (normalized/stripped):
μηνιθμος
IDX:
26125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26126
Key:
μηνιθμός

Data

{'headword_display': '<b>μηνιθμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μηνιθμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>μῆνις</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>anger, wrath</Tr><Au>Il.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μηνιθμός'}