Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μηλοδαΐκτᾱς
μηλοδόκος
μηλοθύτᾱς
μηλολόνθη
μῆλον
μῆλον
μηλονόμᾱς
μηλονόμος
Μῆλος
μηλοσκόπος
μηλόσπορος
μηλοσφαγέω
μηλοτρόφος
μηλοφόνος
μηλοφόρος
μῆλοψ
μήν
μήν
μηνάς
μήνατο
μήνη
View word page
μηλό-σπορος
μηλό-σποροςονadjμῆλον2σπόρος of a place where apples are plantedE.

ShortDef

set with fruit-trees

Debugging

Headword:
μηλόσπορος
Headword (normalized):
μηλόσπορος
Headword (normalized/stripped):
μηλοσπορος
IDX:
26111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26112
Key:
μηλόσπορος

Data

{'headword_display': '<b>μηλό-σπορος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μηλό-σπορος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μῆλον<Hm>2</Hm></Ref><Ref>σπόρος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a place</Indic> <Tr>where apples are planted</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μηλόσπορος'}