Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μηλογενής
μηλοδαΐκτᾱς
μηλοδόκος
μηλοθύτᾱς
μηλολόνθη
μῆλον
μῆλον
μηλονόμᾱς
μηλονόμος
Μῆλος
μηλοσκόπος
μηλόσπορος
μηλοσφαγέω
μηλοτρόφος
μηλοφόνος
μηλοφόρος
μῆλοψ
μήν
μήν
μηνάς
μήνατο
View word page
μηλο-σκόπος
μηλο-σκόποςονadjμῆλασκοπέω of a mountain peakwith a view over flockshHom.

ShortDef

from which sheep

Debugging

Headword:
μηλοσκόπος
Headword (normalized):
μηλοσκόπος
Headword (normalized/stripped):
μηλοσκοπος
IDX:
26110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26111
Key:
μηλοσκόπος

Data

{'headword_display': '<b>μηλο-σκόπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μηλο-σκόπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μῆλα</Ref><Ref>σκοπέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a mountain peak</Indic><Tr>with a view over flocks</Tr><Au>hHom.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μηλοσκόπος'}