Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μῆλα
μηλέᾱ
μήλειος
μήλειος
Μηλιακός
Μήλιοι
μηλίς
Μηλίς
μηλοβοσκός
μηλοβότᾱς
μηλοβοτήρ
μηλόβοτος
μηλογενής
μηλοδαΐκτᾱς
μηλοδόκος
μηλοθύτᾱς
μηλολόνθη
μῆλον
μῆλον
μηλονόμᾱς
μηλονόμος
View word page
μηλο-βοτήρ
μηλο-βοτήρῆροςm pasturer of flocksshepherdIl. hHom. AR.

ShortDef

a shepherd

Debugging

Headword:
μηλοβοτήρ
Headword (normalized):
μηλοβοτήρ
Headword (normalized/stripped):
μηλοβοτηρ
IDX:
26098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26099
Key:
μηλοβοτήρ

Data

{'headword_display': '<b>μηλο-βοτήρ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μηλο-βοτήρ</HL><Infl>ῆρος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>pasturer of flocks</Def><Tr>shepherd</Tr><Au>Il. hHom. AR.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μηλοβοτήρ'}