Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μήκων
μή κως
μῆλα
μηλέᾱ
μήλειος
μήλειος
Μηλιακός
Μήλιοι
μηλίς
Μηλίς
μηλοβοσκός
μηλοβότᾱς
μηλοβοτήρ
μηλόβοτος
μηλογενής
μηλοδαΐκτᾱς
μηλοδόκος
μηλοθύτᾱς
μηλολόνθη
μῆλον
μῆλον
View word page
μηλο-βοσκός
μηλο-βοσκόςόνadjμῆλαβόσκω of a houseassociated with the pasturing of flockspastoralE.fr.

ShortDef

sheep-feeding

Debugging

Headword:
μηλοβοσκός
Headword (normalized):
μηλοβοσκός
Headword (normalized/stripped):
μηλοβοσκος
IDX:
26096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26097
Key:
μηλοβοσκός

Data

{'headword_display': '<b>μηλο-βοσκός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μηλο-βοσκός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μῆλα</Ref><Ref>βόσκω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a house</Indic><Def>associated with the pasturing of flocks</Def><Tr>pastoral</Tr><Au>E.<Wk>fr.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'μηλοβοσκός'}