Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μήκιστος
μῆκος
μήκοτε
μηκῡ́νω
μήκων
μή κως
μῆλα
μηλέᾱ
μήλειος
μήλειος
Μηλιακός
Μήλιοι
μηλίς
Μηλίς
μηλοβοσκός
μηλοβότᾱς
μηλοβοτήρ
μηλόβοτος
μηλογενής
μηλοδαΐκτᾱς
μηλοδόκος
View word page
Μηλιακός
ΜηλιακόςadjΜηλιάςfem.adjΜηλιεῖςm.plΜηλιεύςmasc.adjsee underΜηλίς

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Μηλιακός
Headword (normalized):
μηλιακός
Headword (normalized/stripped):
μηλιακος
IDX:
26092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26093
Key:
Μηλιακός

Data

{'headword_display': '<b>Μηλιακός</b>', 'content': '<XE><HG><HL>Μηλιακός</HL><PS>adj</PS></HG><HG><HL>Μηλιάς</HL><PS>fem.adj</PS></HG><HG><HL>Μηλιεῖς</HL><PS>m.pl</PS></HG><HG><HL>Μηλιεύς</HL><PS>masc.adj</PS></HG><XR>see under<Ref>Μηλίς</Ref></XR> </XE>', 'key': 'Μηλιακός'}