Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αἰγίπυρος
αἰγίς
αἰγίς
Αἴγισθος
αἴγλη
αἰγλήεις
Αἰγλήτης
αἰγοπρόσωπος
αἰγυπιός
αἰγυπτιάζω
Αἰγυπτιακός
Αἰγυπτιστί
Αἰγυπτογενής
Αἴγυπτος
Ἀίδᾱς
αἰδέομαι
αἴδεσις
ἀίδηλος
αἰδήμων
ἀιδής
Ἀίδης
View word page
Αἰγυπτιακός
ΑἰγυπτιακόςadjΑἰγύπτιοςadjsee underΑἴγυπτος

ShortDef

of/for Egyptians

Debugging

Headword:
Αἰγυπτιακός
Headword (normalized):
αἰγυπτιακός
Headword (normalized/stripped):
αιγυπτιακος
IDX:
2604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2605
Key:
Αἰγυπτιακός

Data

{'headword_display': '<b>Αἰγυπτιακός</b>', 'content': '<XE><HG><HL>Αἰγυπτιακός</HL><PS>adj</PS></HG><HG><HL>Αἰγύπτιος</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see under<Ref>Αἴγυπτος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'Αἰγυπτιακός'}