Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετρητικός
μετρητός
μετριάζω
μετρικός
μετριοπότης
μέτριος
μετριότης
μέτρον
μετρονόμοι
μετωπηδόν
μετώπιος
μέτωπον
μευ
μέχρι
μέχριπερ
μέχρις
μή
Μῆα
μηδαμά
μηδαμοί
μηδαμοῖ
View word page
μετώπιος
μετώπιοςονadj quasi-advbl., of a warrior being struckon the foreheadIl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μετώπιος
Headword (normalized):
μετώπιος
Headword (normalized/stripped):
μετωπιος
IDX:
26048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26049
Key:
μετώπιος

Data

{'headword_display': '<b>μετώπιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μετώπιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>quasi-advbl., of a warrior being struck</Indic><Tr>on the forehead</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'μετώπιος'}