Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μέτρησις
μετρητής
μετρητικός
μετρητός
μετριάζω
μετρικός
μετριοπότης
μέτριος
μετριότης
μέτρον
μετρονόμοι
μετωπηδόν
μετώπιος
μέτωπον
μευ
μέχρι
μέχριπερ
μέχρις
μή
Μῆα
μηδαμά
View word page
μετρο-νόμοι
μετρο-νόμοιωνm.plνέμω controllers of weights and measuresArist.

ShortDef

inspectors of weights and measures

Debugging

Headword:
μετρονόμοι
Headword (normalized):
μετρονόμοι
Headword (normalized/stripped):
μετρονομοι
IDX:
26046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26047
Key:
μετρονόμοι

Data

{'headword_display': '<b>μετρο-νόμοι</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μετρο-νόμοι</HL><Infl>ων</Infl><PS>m.pl</PS><Ety><Ref>νέμω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>controllers of weights and measures</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μετρονόμοι'}