Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετοχλίζω
μέτοχος
μετρέω
μέτρημα
μέτρησις
μετρητής
μετρητικός
μετρητός
μετριάζω
μετρικός
μετριοπότης
μέτριος
μετριότης
μέτρον
μετρονόμοι
μετωπηδόν
μετώπιος
μέτωπον
μευ
μέχρι
μέχριπερ
View word page
μετριο-πότης
μετριο-πότηςουmμέτριος moderate drinkerof wineX.

ShortDef

a moderate drinker

Debugging

Headword:
μετριοπότης
Headword (normalized):
μετριοπότης
Headword (normalized/stripped):
μετριοποτης
IDX:
26042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26043
Key:
μετριοπότης

Data

{'headword_display': '<b>μετριο-πότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μετριο-πότης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>μέτριος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>moderate drinker<Expl>of wine</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μετριοπότης'}