Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετορμίζω
μετόρχιον
μετουσίᾱ
μετοχή
μετοχλίζω
μέτοχος
μετρέω
μέτρημα
μέτρησις
μετρητής
μετρητικός
μετρητός
μετριάζω
μετρικός
μετριοπότης
μέτριος
μετριότης
μέτρον
μετρονόμοι
μετωπηδόν
μετώπιος
View word page
μετρητικός
μετρητικόςή όνadjof an artrelated to measuringof measurementPl.fem.sb.art of measurementPl.

ShortDef

skilled in measuring

Debugging

Headword:
μετρητικός
Headword (normalized):
μετρητικός
Headword (normalized/stripped):
μετρητικος
IDX:
26038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26039
Key:
μετρητικός

Data

{'headword_display': '<b>μετρητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>μετρητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of an art</Indic><Def>related to measuring</Def><Tr>of measurement</Tr><Au>Pl.</Au><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>art of measurement</Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'μετρητικός'}