Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετόπωρον
μετορμίζω
μετόρχιον
μετουσίᾱ
μετοχή
μετοχλίζω
μέτοχος
μετρέω
μέτρημα
μέτρησις
μετρητής
μετρητικός
μετρητός
μετριάζω
μετρικός
μετριοπότης
μέτριος
μετριότης
μέτρον
μετρονόμοι
μετωπηδόν
View word page
μετρητής
μετρητήςοῦm metretesa liquid measure, approx. 40 litresD. Plb. NT.

ShortDef

a measurer

Debugging

Headword:
μετρητής
Headword (normalized):
μετρητής
Headword (normalized/stripped):
μετρητης
IDX:
26037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26038
Key:
μετρητής

Data

{'headword_display': '<b>μετρητής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μετρητής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>metretes<Expl>a liquid measure, approx. 40 litres</Expl></Tr><Au>D. Plb. NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'μετρητής'}