Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετοπωρινός
μετόπωρον
μετορμίζω
μετόρχιον
μετουσίᾱ
μετοχή
μετοχλίζω
μέτοχος
μετρέω
μέτρημα
μέτρησις
μετρητής
μετρητικός
μετρητός
μετριάζω
μετρικός
μετριοπότης
μέτριος
μετριότης
μέτρον
μετρονόμοι
View word page
μέτρησις
μέτρησιςεωςf process of measuringmeasurementPl. X. Arist. Plu.w.gen.of a countryHdt.of the skyS.satyr.fr.

ShortDef

measuring, measurement

Debugging

Headword:
μέτρησις
Headword (normalized):
μέτρησις
Headword (normalized/stripped):
μετρησις
IDX:
26036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26037
Key:
μέτρησις

Data

{'headword_display': '<b>μέτρησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μέτρησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>process of measuring</Def><Tr>measurement</Tr><Au>Pl. X. Arist. Plu.</Au><nS2><Indic><GLbl>w.gen.</GLbl>of a country</Indic><Au>Hdt.</Au></nS2><nS2><Indic>of the sky</Indic><Au>S.<Wk>satyr.fr.</Wk></Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'μέτρησις'}