Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετοκλάζω
μετονομάζω
μετόπιν
μετόπισθε(ν)
μετοπωρινός
μετόπωρον
μετορμίζω
μετόρχιον
μετουσίᾱ
μετοχή
μετοχλίζω
μέτοχος
μετρέω
μέτρημα
μέτρησις
μετρητής
μετρητικός
μετρητός
μετριάζω
μετρικός
μετριοπότης
View word page
μετ-οχλίζω
μετ-οχλίζωvb heave aside, dislodge a door-bar, a bedfixed to the groundHom.

ShortDef

to remove by a lever, hoist

Debugging

Headword:
μετοχλίζω
Headword (normalized):
μετοχλίζω
Headword (normalized/stripped):
μετοχλιζω
IDX:
26032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26033
Key:
μετοχλίζω

Data

{'headword_display': '<b>μετ-οχλίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>μετ-οχλίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>heave aside, dislodge</Tr> <Obj>a door-bar, a bed<Expl>fixed to the ground</Expl><Au>Hom.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'μετοχλίζω'}