Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

μετοιωνίζομαι
μετοκλάζω
μετονομάζω
μετόπιν
μετόπισθε(ν)
μετοπωρινός
μετόπωρον
μετορμίζω
μετόρχιον
μετουσίᾱ
μετοχή
μετοχλίζω
μέτοχος
μετρέω
μέτρημα
μέτρησις
μετρητής
μετρητικός
μετρητός
μετριάζω
μετρικός
View word page
μετοχή
μετοχήῆςfμετέχω right of communal useof a sanctuaryHdt.sharing, participationw.gen.in good thingsArist.philos., in the nature of sthg.Arist.

ShortDef

participation, communion

Debugging

Headword:
μετοχή
Headword (normalized):
μετοχή
Headword (normalized/stripped):
μετοχη
IDX:
26031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-26032
Key:
μετοχή

Data

{'headword_display': '<b>μετοχή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>μετοχή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>μετέχω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>right of communal use<Expl>of a sanctuary</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au></nS1><nS1><Tr>sharing, participation<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>in good things</Expl></Tr><Au>Arist.</Au><nS2><Indic>philos., in the nature of sthg.</Indic><Au>Arist.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'μετοχή'}